- Φαραω
- Φαραώὁ indecl. фараон (звание царей Египта) NT., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαραώ — Τίτλος των βασιλιάδων της Αιγύπτου, που διατηρήθηκε έως την περσική κατάκτηση από τον Καμβύση. Ο όρος προήλθε από την αιγυπτιακή φράση Πέραα, που σημαίνει το μεγάλο οίκημα, το ανάκτορο, και μεταφορικά το βασιλιά. Ο Ιώσηπος λαθεμένα υποστήριζε πως … Dictionary of Greek
φαραώ — ο άκλ. (λ. αιγυπτ.), τίτλος των βασιλιάδων της αρχαίας Αιγύπτου ως την κατάκτησή της από τον Καμβύση: Ο φαραώ Χέοπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγελάδες Φαραώ — Πρόκειται για τις γνωστές από την Παλαιά Διαθήκη εφτά παχιές και εφτά ισχνές α. που είδε στον ύπνο του ο τότε φαραώ της Αιγύπτου. Το όνειρο εξήγησε o Ιωσήφ ως εξής: οι εφτά παχιές α. σημαίνουν εφτάχρονη ευημερία, ενώ οι εφτά ισχνές εφτάχρονη… … Dictionary of Greek
Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… … Dictionary of Greek
πληγές του Φαραώ — Bλ. λ. Δέκα πληγές του Φαραώ … Dictionary of Greek
φαρῶ — φαράω plough pres imperat mp 2nd sg φαράω plough pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φαράω plough pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φαράω plough pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φαράω plough pres ind act 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρᾶν — φαράω plough pres part act masc voc sg (doric aeolic) φαράω plough pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φαράω plough pres part act masc nom sg (doric aeolic) φαρᾶ̱ν , φαράω plough pres inf act (epic doric) φαράω plough pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρόωσι — φαράω plough pres part act masc/neut dat pl (epic) φαράω plough pres subj act 3rd pl (epic) φαράω plough pres ind act 3rd pl (epic) φαρόω pres part act masc/neut dat pl (epic) φαρόω pres subj act 3rd pl (epic) φαρόω pres ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρόωσιν — φαράω plough pres part act masc/neut dat pl (epic) φαράω plough pres subj act 3rd pl (epic) φαράω plough pres ind act 3rd pl (epic) φαρόω pres part act masc/neut dat pl (epic) φαρόω pres subj act 3rd pl (epic) φαρόω pres ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρεῦσι — φαράω plough pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) φαράω plough pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) φαρόω pres part act masc/neut dat pl (epic ionic) φαρόω pres ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαροῦν — φαράω plough pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic) φαράω plough pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic) φαρόω pres part act masc voc sg φαρόω pres part act neut nom/voc/acc sg φαρόω pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)